-
1 врать
-
2 лгать
-
3 лгать
[λγκάτ"] ρ. λέω ψέματα -
4 наврать
[ναβράτ*] ρ. λέω ψέματα -
5 лгать
[λγκάτ"] ρ λέω ψέματα -
6 наврать
[ναβράτ'] ρ λέω ψέματα -
7 отсохнуть
-нет, παρλθ. χρ. отсох-ла, -ло ρ.σ.1. ξεραίνομαι, ξηραίνομαι•ветки -ли τα κλαδιά ξεράθηκαν.
2. παραλύω, ξενεύω•рука -ла το χέρι ξένεψε.
εκφρ.-хни у меня язык, рука – (ως όρκος) να μου ξεραθεί η γλώσσα, το χέρι•-хни язык, если я вру! – να μου ξεραθεί η γλώσσα αν λέω ψέματα! -
8 говорить
ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.
|| κατέχω ξένη γλώσσα•говорить по-русски μιλώ ρωσικά.
2. λέγω, λέω•говорить правду λέγω την αλήθεια•
говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.
|| διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•-ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.
|| μαρτυρώ, αποδείχνω•факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.
εκφρ.говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•иначе -я – με άλλα λόγια•само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•что вы -ите! – τι λέτε!•это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•не -я уже – για να μην πω ακόμα.1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.3. φημολογούμαι• λέγομαι•как -ится όπως λέγεται.
См. также в других словарях:
ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… … Dictionary of Greek
προσκαταψεύδομαι — Α·1. λέω και άλλα ψέματα, ψεύδομαι ακόμη περισσότερο 2. βεβαιώνω ψευδώς κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταψεύδομαι «λέω ψέματα για κάποιον»] … Dictionary of Greek
ψευδής — ές, ΝΜΑ (για πράγμ.) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, αναληθής ή ανύπαρκτος, ψεύτικος (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῡ ὑμνούντων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ανειλικρινής, προσποιητός, υποκριτικός (α … Dictionary of Greek
ξεφουρνίζω — 1. βγάζω κάτι από τον φούρνο 2. μτφ. παρουσιάζω ή λέω κάτι εντελώς απρόοπτα, απροσδόκητα, χωρίς να τό περιμένουν 3. (κατ επέκτ.) λέω ψέματα ή λέω παράδοξα πράγματα («κάθε φορά που έρχεται μάς ξεφουρνίζει και μια καινούργια ιστορία»). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
καταψεύδομαι — (AM) λέω ψέματα, ισχυρίζομαι ψεύτικα, προφασίζομαι («καὶ καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι Σεμέλης», Ευρ.) αρχ. 1. κατηγορώ κάποιον λέγοντας ψέματα, διαβάλλω («παῡσαί μου πρὸς τὸν βασιλέα καταψευδόμενος», Πλούτ.) 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («ἃ… … Dictionary of Greek
ξεφουρνίζω — ξεφούρνισα, ξεφουρνίστηκα, ξεφουρνισμένος 1. βγάζω κάτι από το φούρνο: Μόλις ξεφούρνισα τα ψωμιά. 2. μτφ., παρουσιάζω ή λέω κάτι απρόοπτο: Τι ήταν αυτό που ξεφούρνισε ο φίλος σου στο τραπέζι; 3. λέω ψέματα, παράδοξα: Αυτός ξεφούρνισε το νέο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… … Dictionary of Greek
παραμυθιάζω — [παραμύθι] (με επιτιμητική σημ.) λέω ψέματα ή δίνω ψεύτικες ελπίδες … Dictionary of Greek
παραμυθολογώ — έω [παραμυθολόγος) 1. διηγούμαι παραμύθια 2. λέω ψέματα, ψευδολογώ … Dictionary of Greek
πλαστολογώ — έω, Α [πλαστολόγος] (κατά το λεξ. Σούδα) λέω ψέματα, ψεύδομαι … Dictionary of Greek